- νεοσύλλογος
- νεο-σύλλογος, ον,A newly collected, i.e. incurred,
ἔρανοι Hyp.Ath.11
; newly levied,στρατόπεδα Plb.3.70.10
, cf. Polyaen.3.11.8.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἔρανοι Hyp.Ath.11
; newly levied,στρατόπεδα Plb.3.70.10
, cf. Polyaen.3.11.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεοσύλλογος — νεοσύλλογος, ον (Α) 1. (για έρανο) αυτός που συλλέχθηκε πρόσφατα 2. (για στρατιώτη) νεοσύλλεκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * σύλλογος (< συλλέγω)] … Dictionary of Greek
νεοσύλλογον — νεοσύλλογος newly collected masc/fem acc sg νεοσύλλογος newly collected neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοσύλλογα — νεοσύλλογος newly collected neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοσύλλογοι — νεοσύλλογος newly collected masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογος — (AM λογος) β συνθετικό πολλών προπαροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, στα οποία ο λόγος, με τη σημασία τής ομιλίας, επέχει θέση αντικειμένου τού α συνθετικού, που είναι ρήμα (φιλόλογος «φιλώ τον λόγο», δωσίλογος… … Dictionary of Greek
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek